δασμολογικός

δασμολογικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη δασμολόγηση: Η δασμολογική πολιτική των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αναθεωρηθεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δασμολογικός — και δασμολογιακός, ή, ό 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δασμολόγια ή στο δασμολόγιο 2. φρ. «δασμολογική προστασία» το σύνολο τών οικονομικών μέτρων που αποβλέπουν στην προστασία ενός κλάδου τής παραγωγής από τον ξένο ανταγωνισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”